- λογγάζω
- λογγ-άζω,A = λαγγάζω, A.Fr.112, Ar.Fr.811, cf. Phryn.PSp.87 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογγάζω — (Α) λαγγάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη συνώνυμη λαγγάζω*, ενώ το ο παραμένει δυσερμήνευτο (πρβλ. ἁρμόττω: ἅρμα)] … Dictionary of Greek
λογγᾶν — λογγάζω fut part act masc voc sg (doric aeolic) λογγάζω fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λογγάζω fut part act masc nom sg (doric aeolic) λογγάζω fut inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογγάσω — λογγάζω aor subj act 1st sg λογγάζω fut ind act 1st sg λογγάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογγάζει — λογγάζω pres ind mp 2nd sg λογγάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογγάζειν — λογγάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογγάσαι — λογγά̱σᾱͅ , λογγάζω fut part act fem dat sg (doric) λογγάζω aor inf act λογγάσαῑ , λογγάζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογγάσια — λογγάσια, τὰ (Α) διάτρητοι λίθοι με τους οποίους έδεναν τα σχοινιά τής πρύμνης τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογγάζω + επίθημα άσιον, κατά το σχήμα γυμνάζω: γυμνάσιον] … Dictionary of Greek
λογγασίη — λογγασίη, ἡ (Α) [λογγάζω] τα λογγάσια* … Dictionary of Greek
λογγώνες — λογγῶνες, οἱ (Α) τά λογγάσια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογγάζω + επίθημα ών (πρβλ. αγ ών)] … Dictionary of Greek